- Παναγιότατος
- οβλ. πανάγιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανάγιος — α, ο (ΑΜ πανάγιος, ία, ον) 1. αγιότατος, ιερότατος 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) βλ. Παναγία νεοελλ. 1. φρ. «Πανάγιος Τάφος» ο τάφος τού Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα, καθώς και ο τόπος ή ο ναός όπου βρίσκεται ο τάφος 2. ζωολ. γένος κολεοπτέρων… … Dictionary of Greek
πανάγιος — α, ο ο άγιος σε ανώτατο βαθμό, ο αγιότατος· το θηλ. ως ουσ., όνομα της Θεοτόκου· το υπερθ. παναγιότατος προσφώνηση του Πατριάρχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισάγιος — α, ο 1. αγιότατος, παναγιότατος. 2. το ουδ. ως ουσ., τρισάγιο, το, α. ύμνος στο Θεό της Αγίας Τριάδας: Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος, ελέησαν ημάς. β. επικήδεια δέηση που αρχίζει με το τρισάγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)